διαζεύγνυμι

διαζεύγνυμι
δια-ζεύγνῡμι,
A part, separate,

διὰ γὰρ ζευγνῦσ' ἡμᾶς πατρίων μελάθρων μητρὸς κατάραι E.El.1323

(anap.), cf. Charito8.16;

λίθους ἀλλήλων Lib.Or.30.38

; open sluices, PPetr. 3p.121 (iii B.C.); take to pieces,

σκάφη Polyaen.3.11.3

; dissolve,

θάνατος δ. γάμον Ph.2.311

; disjoin, distinguish, τί τινος ib.298, al.:—but more freq. [voice] Pass., to be disjoined, parted, τινός from one, Aeschin.2.179;

ἀπό τινος X.An.4.2.10

: abs.,

ὅπως αἱ πρότερον συνήθειαι διαζευχθῶσιν Arist.Pol.1319b26

; to be divorced, Pl.Lg.784b; διεζευγμένον (sc. ἀξίωμα) disjunctive proposition, Chrysipp.Stoic.2.5,71, etc. (with ἀξίωμα in full, Gell.16.8.12);

λῆμμα Gal.Nat.Fac.2.7

.
2 τὸ διεζ. σύστημα the disjunct scale, in which two tetrachords were so combined that the first note of one was a tone lower than the last note of the other, opp. συνημμένον, Cleonid.Harm.10;

νήτη διεζευγμένων Euc.Sect.Can.15

; [

τετράχορδον] διεζευγμένων Plu.2.1029b

.
3 Math., διεζευγμένη μεσότης, ἀναλογία, discrete mean, proportion, Nicom.Ar.2.21.
4 Medic., reckon periods exclusively, opp. συνάπτεσθαι, Gal.9.901.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαζεύγνυμι — διαζεύγνῡμι , διαζεύγνυμαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απείπον — ἀπεῑπον (Α) 1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω 2. αρνούμαι 3. απαγορεύω 4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ 5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι 6. ενδίδω, υποχωρώ 7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής 8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι 9. (το… …   Dictionary of Greek

  • διαζευγνύω — και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω) 1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται 2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο 4. μέσ. διαζευγνύομαι (για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου αρχ. 1. λύνω από τον ζυγό 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • παραδιαζεύγνυμι — Α συνδέω διαζευκτικά («ἀξίωμα παραδιεζευγμένον» διαζευκτική πρόταση, Γέλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + διαζεύγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • προδιαζεύγνυμι — Α 1. χωρίζω εκ τών προτέρων 2. φρ. «σχῆμα προδιεζευγμένον [ή ἀλκμανικόν]» σχήμα που χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα και σύμφωνα με το οποίο όταν ένα ρήμα έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται σε πληθυντικό αριθμό με το πρώτο, όπως λ.χ. στη φράση ἐγὼ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”